-
1 ἀήτη
ἀήτη, ἡ, u. ἀήτης, ὁ (ἄημι) das Wehen, Iliad. 15, 626 ἀνέμοιο δεινὸς ἀήτη, 14, 254 ἀργαλέων ἀνέμων ἀήτας, Od. 4, 567 Ζεφύροιο λιγὺ πνείοντας ἀήτας, 9, 139 ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται; Hes. O. 621 παντοίων ἀνέμων ϑὐουσιν ἀῆται, 645 ἄνεμοί γε κακὰς ἀπέχωσιν ἀήτας, 675 Νότοιό τε δεινὰς ἀήτας; als v. l. erscheint in den Scholl. Od. 4, 567 πνείοντος, Iliad. 15, 626 ἀήτης; Aristarch las ἀήτη, Schol. Aristonic. 15, 626 ὅτι ἀρσενικῶς δειν ὸς ἀ ήτ η, ἀλλ' οὐ δεινή, ὡς »κλυτὸς'Ιπποδάμεια (2, 742)«. ἔνιοι δὲ ἀγνοοῦντες'ποιοῦσι δει νὸς ἀήτης· ἀλλ' οὐ δεῖγράφειν οὕτως. Vgl. Apoll. Lex. H. 12, 3; Friedlaend. Ariston. 31; – allein für Wind Theocr. 2, 38. 22, 8 u. sp. D. Plat. Crat. 4105 bemerkt οἱ ποιηταὶ τὰ πνεύματα ἀήτας καλοῦσι.
-
2 ἐπι-πνέω
ἐπι-πνέω (πνέω), ep. auch ἐπιπνείω, anhauchen, anwehen, Il. 5, 698; bes. von günstigem Winde, νηῦς ᾗ λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισϑεν Od. 4, 357; εἰςόκε ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται 9, 139; αὖραι ἐπιπνείουσι ϑάλασσαν, wehen über das Meer hin, Hes. Th. 872; κἀπιπνεῦσαι βόρειον αὐτοῖς Ar. Vesp. 265; μαινόμενος δ' ἐπιπνεῖ λαοδάμας Ἄρης Aesch. Spt. 325; das Feindliche auch bei Soph. Ant. 136, ἐπέπνει ῥιπαῖς ἐχϑίστων ἀνέμων, darin-, anschnauben; στρατὸν Ἀργείων ἐπιπνεύσας αἵματι, zum Blutbade, Eur. Phoen. 796, wie 801 Σπαρτῶν γέννᾳ, gegen das Geschlecht aufregen; – übertr. anhauchen, begeistern, ὅσοις δαίμων ἀγαϑὸς ἐπέπνευσεν Plat. Ax. 371 c; begünstigen, hold sein, οὐδέ σε Κύπρις οὐδ' ἀγανοὶ φιλέοντες ἐπιπνείουσιν Ἔρωτες Ap. Rh. 3, 937, vgl. τύχης ἐπιπνεούσης Pol. 11, 19, 5; – heranwehen, zubringen, τῶν Μουσῶν προφῆται ἐπιπεπνευκότες ἡμῖν τὸ γέρας Plat. Phaedr. 262 d; πυρὸς σέλας, anschnauben, Ap. Rh. 3, 1327. – Darauf, hinterher wehen, ὁ βορέας τῷ νότῳ Theophr.
-
3 ἐπιπνέω
A breathe upon, blow freshly upon,περὶ δὲ πνοιὴ.. ζώγρει ἐπιπνείουσα Il.5.698
; τινί on one, Ar.V. 265; blow fairly for, νηῦς.., ᾗ..οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν Od.4.357
: abs.,εἰς ὅ κε.. ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται 9.139
;ἄνεμος.. ἥδιστος ἐπέπνει Plu.Sert.17
, etc.2. blow furiously upon,τινί Hdt.3.26
: metaph.,μαινόμενος δ' ἐπιπνεῖ.. Ἄρης A.Th. 343
(lyr.), cf. S.Ant. 136 (lyr.).4. c.acc.cogn., blow forth, πυρὸςσέλας A.R.3.1327
.5. blow afterwards, Arist.Pr. 945b1.6. blow against, of one wind against another, Thphr.Vent.53.II. metaph.,1. excite, inflame against,Ἀργείοις Σπαρτῶν γένναν E. Ph. 794
(lyr.); στρατὸν αἵματι to slaughter, ib. 789 (lyr.).3. favour, λαμπρᾶς ἐπιπνεούσης τῆς τύχης, metaph. from the wind, Plb.11.19.5: c.acc., of love, A.R.3.937, Nonn.D.3.121: abs., Plu.2.759f.III. [voice] Pass., to be inspired,ὑπό τινος Longin.13.2
;πρὸς αὐτῶν τῶν Μουσῶν Jul.Or.2.78b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπνέω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий